Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΟΜΩΣΙΑΣ: 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΟΜΩΣΙΑΣ: 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940


Από ένα βιβλίο που ακόμα γράφεται...

" 28 Οκτωβρίου 1940

Ο πατέρας μου έχει ξυπνήσει πολύ πρωί γιατί ήταν ο μήνας της σποράς και θα πήγαινε να σπείρει το στάρι. Ολο το χωριό ήταν στο πόδι όπως γίνεται τις μέρες της σποράς.
Η μεγάλη μου αδελφή είχε βγάλει το σχολείο και θα πήγαινε να βοηθήσει το πατέρα μου. Ο αδελφός μου πήγαινε έκτη τάξη του δημοτικού κι ήταν στην Ε.Ο.Ν.του Μεταξά. Ηταν νομοταγής, φόραγε στολή μπλε και στις επωμίδες του είχε αστέρια. Χαιρετούσε με το δεξί χέρι τεντωμένο. Οι δυο μικρότερες αδελφές μου πήγαιναν σε μικρότερες τάξεις.

Ολες οι καμινάδες του χωριού βγάζαν καπνό και μυρουδιά από τραχανά. Τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα κάθε πρωί να πηγαίνουν ένα ξύλο στο σχολείο για να έχουμε για τη σόμπα. Πήρα το ξύλο μου στη μασχάλη και τη σάκα μου που μου είχε ράψει η μάνα μου από ύφασμα αργαλειού κι έφυγα τροχάδην για το σχολείο για να είμαι ο πρώτος και να πιάσω το χαρακωμένο καλόγερο που παίζαμε. Οποιος πήγαινε πρώτος τον διεκδικούσε.

Οταν έφτασα στο σχολείο μου βλέπω το δάσκαλο τον Κ. να είναι στη πόρτα και να κρατά στα χέρια του πολλά χαρτιά. Με φώναξε να πάω κοντά του κι είδα τα μάτια του κλαμένα. "Τι πάθατε κύριε?" ρώτησα και νόμισα πως πέθανε κάποιος δικός του. "Πρόσεξε καλά τι θα σου πω" μου είπε, "θα πάρεις αυτά τα χαρτιά και θα πας να τα κολλήσεις στη πόρτα του καφενείου και μετά θα χτυπήσεις τη καμπάνα και θα φωνάξεις ΠΟΛΕΜΟΣ, ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΊΣΤΡΑΤΕΥΣΗ. Υστερα θα μαζέψεις τ΄αλλα παιδιά του χωριού και θα πάτε όλοι στα χωράφια που σπέρνουν οι πατεράδες σας, και θα τους πείτε να γυρίσουν στο χωριό γιατί έχουμε πόλεμο" Με φίλησε κι έφυγε.

Οταν γύρισα στο χωριό έκαν όπως μου είπε ο δάσκαλος. Κόλλησα τα χαρτιά στη πόρτα του καφενείου, άρχισα να χτυπάω τη καμπάνα και να φωνάζω πόλεμος, γενική επιστράτευση!
Βρε κακό χρόνο νάχεις γιατί χτυπάς τη καμπάνα και δε πας σχολείο μου φώναζαν. Δεν έχουμε σχολείο γιατί γίνεται πόλεμος. Ποιος στου το είπε βρε αχρόνιαγο μου φώναζαν. Το είπε ο δάσκαλος.

Σε λίγο όλες οι γυναίκες που ήταν στο χωριό και δεν ήταν στα χωράφια μαζεύτηκαν στο προαύλιο της εκκλήσίας. Ξαφνικά ακούμε κάποιο μ΄ενα χωνί να φωνάζει "οι ιταλοί μας κήρυξαν το πόλεμο" Ολα τα σπίτια είχαν ένα μεγάλο χωνί που το χρησιμοποιούσαν στο μούστο και στο κρασί. Τρέξαμε πήραμε από ένα πήγαμε στα χωράφια και φωνάζαμε "οι ιταλοί μας κήρυξαν το πόλεμο"

Από δω και μετά εξελίχτηκαν σκηνές που δεν περιγράφονται. Ο Γιάννης ο Ζ. δεν είχε ένα μήνα παντρεμένος. Η γυναίκα του τον τράβαγε από το σακάκι και φώναζε. Αυτός βγάζει το σακάκι και φεύγει κι εκείνη μένει μ΄ενα σακάκι στα χέρια της αδειανό να τον κοιτάει. Ενας άλλος αλλάζει παπούτσια με το πατέρα του γιατί του πατέρα του είναι φθαρμένα και του λέει "ευκαιρία είναι, εμένα θα μου δώσει η πατρίδα καινούργια". Στο χωριό μείναν ξαφνικά οι γέροι, οι γυναίκες και τα παιδιά. "

Επόμενο απόσπασμα από το βιβλίο

"Σιγά σιγά με τη μέρα τα πράγματα γινόντα δύσκολα και τα προβλήματα πληθαίναν. Ηρθε ο βαρύς χειμώνας του 41. Πολύ χιόνι, μεγάλη δυστυχία, ακόμα και τα άγρια χόρτα ήταν δυσεύρετα. Στο χωριό (αναφέρεται ένα κοντινό χωριό ) έχουν πάει δυο τρεις γερμανοί μαζί με το Νομάρχη και θέλουν να πάρουνε πατάτες. Οι χωριάτες δε θέλουν να τους δώσε κι αρνιούνται. Ο Νομάρχης μαζί με τους γερμανούς σπάνε τις αποθήκες με τη βία. Τότε ο Γ.Κ. μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ο Π. και ο Λ. τους πυροβολούν με τα πιστόλια που είχαν φέρει από την Αλβανία. Την άλλη μέρα οι ιταλοί τους κάψανε το χωριό και απαιτούν να τους παραδώσουν τους "ληστές" . Οι "ληστές" όμως γίνονται δέκα, γίνονται είκοσι , γίνονται τάγμα, γίνονται σύνταγμα.

Μια μέρα ήρθε ο συναίτερος του πατέρα μου και του λέει. Ρε Π.δε πάμε στη.... να βρούμε κανένα σφαχτό, εδώ με τους μαυραγορίτες χαλάει κόσμος. Να βρούμε κανένα κατσίκι να βοηθήσουμε κανένα δυστυχισμένο. Ο κόσμος πεινάει. Στην Αθήνα τους μαζεύουμε με τα κάρα τους πεθαμένους. Πράγματι φύγαν με το πατέρα μου. Συνήθως κάνανε δυο τρεις μέρες και γυρίζανε. Αυτή τη φορά γύρισε ο Ν. και ο πατέρας μου δε γύρισε. Προσπαθούσαμε να μάθουμε τι έγινε. Κανείς δεν ήξερε, μέχρι που ήρθε σπίτι μας ο Π. κι είπε στη μάνα μου, αυτό που θα σου πω μη το πεις ούτε του παππά. Ο άντρας σου πήγε στο αντάρτικο. Βάσιω τα βουνά έχουνε γεμίσει αντάρτες. Μου είπε να σου πω πως σύντομα θά έρθει να σας δει".

Επόμενο απόσπασμα από το βιβλίο.

"Η αντίσταση μπήκε στη ψυχή του έλληνα. Το χαρακτηριστικό της αντίστασης ήταν η ταχύτητα που οργανώθηκε. Λες κι όλος ο κόσμος να ήταν έτοιμος από καιρό και να περίμενε το σφύριγμα για να δράσει. Οργανώθηκε ένα ολόκληρο κράτος που ήταν δύσκολο να προσδιορίσεις πως δημιουργήθηκε."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου