Το αφιέρωμα του ThePressProject που δημοσιεύεται κάθε εβδομάδα στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (και κάθε Τετάρτη ενισχυμένο στο TPP) με θέμα την πολιτική αδράνεια τον καιρό της κρίσης.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Όποιος έχει ταρακουνήσει έναν καταθλιπτικό φίλο από τους ώμους, ξέρει πόσο μάταιο είναι μερικές φορές να επιτίθεσαι στον παραιτημένο γιατί είναι παραιτημένος. Όμως αυτή η σκέψη είναι η πιο επείγουσα σκέψη της περιόδου. Αν κανείς απαριθμούσε, τον Γενάρη του 2010, τα μέτρα που πήραν οι διαδοχικές κυβερνήσεις μετά την υπαγωγή μας στον λεγόμενο «μηχανισμό στήριξης», θα ήταν αδύνατο να προβλέψει πως μια τέτοια επίθεση στα λαϊκά εισοδήματα θα προσπερνούσε τελικά, έστω με φθορές, τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ο καθένας μας σκέφτεται και προτείνει κάποιες απαντήσεις για το πώς έγινε αυτό. Αποφασίσαμε στο TPP να επιχειρήσουμε μια συστηματοποίηση αυτής της συζήτησης. Αν το ερώτημα είναι πώς τολμούν οι κυβερνώντες, η απάντηση είναι απλή: κανείς δεν τους σταμάτησε. Αν όμως θέσουμε το ερώτημα πώς εξηγείται η ανοχή των θυμάτων, το ζήτημα γίνεται απείρως πολυπλοκότερο αλλά και πιο ενδιαφέρον.
Ξέρουμε καλά ότι κανείς δεν πιστεύει ότι «τα μέτρα αυτά θα είναι τα τελευταία» (το πιο πικρό ανέκδοτο της περιόδου), ούτε ότι «υπάρχει φωςστο βάθος του τούνελ», ούτε ότι «το βαρέλι έχει πάτο», ούτε ότι «οι θυσίες πιάνουν τόπο», τίποτα. Όλα τα πυροτεχνήματα της φλυαρίας με την οποία έχει ντυθεί η συντριβή των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων έχουν φθαρεί ανεπανόρθωτα, και παρʼ όλʼ αυτά οι αντιδράσεις είναι περιορισμένες. Το χαμηλότερο σημείο της πολιτικής απογοήτευσης ήταν βεβαίως η επικύρωση της έντρομης συναίνεσης στην κυβερνητική πολιτική με τις εκλογές του
καλοκαιριού.
(Βεβαίως υπάρχει και ένα κομμάτι της κοινωνίας πολύ κινητικό: οι νεοναζί, που είναι το δεύτερο μεγάλο αγκάθι της μνημονιακής περιόδου. Η συνύπαρξη παθητικότητας και ρατσιστικής βίας δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, στην πραγματικότητα δεν συνιστά καν αντίφαση. Όπως μας πληροφορεί ένας εγγράμματος ειδήμων των ξυλοδαρμών, η πηγή της βίας είναι η αδυναμία, όχι η δύναμη. Ο κακομοίρης που έχει φάει την προσβολή με το καντάρι τρέφειμέσα του το φαρμάκι, καλλιεργεί πύρινη μνησικακία, λυσσάει. Γιʼ αυτό ακριβώς η κατάσταση της προσβολής και της συνεχιζόμενης ταπείνωσης των μαζών γεννάει τέρατα. Τα γεννάει, τα ψηφίζει, τα βάζει στη βουλή, και όποιον πάρει ο χάρος.)
Η καταθλιπτική συνθήκη μιας υποχώρησης χωρίς τέλος μπορεί συχνάνα περιγράφεται από τους αισιόδοξους σαν ησυχία πριν την καταιγίδα, αλλά χρόνο τον χρόνο βλέπουμε μόνο την ησυχία, και καθόλου καταιγίδα. Οι πολίτες όχι μόνο ανέχτηκαν, αλλά επικύρωσαν και με την ψήφο τους μια πολιτική που τους εξαθλιώνει. Αυτό ακριβώς καλούμαστε να κατανοήσουμε. Και η κατανόηση αυτή είναι πικρή, γιατί μας φέρνει αντιμέτωπους με τα όρια και τις αδυναμίες της δικής μας πλευράς.
Δεν ξεμπερδεύουμε λέγοντας ότι υπάρχει καταστολή και προπαγάνδα.Είναι αδύνατο να θέσει κανείς αυτό το ζήτημα χωρίς να παραδεχτεί πωςγια να είναι οι πολίτες ελεύθεροι θα πρέπει να είναι και υπόλογοι. Τονα παραδεχτούμε δηλαδή πως ευθύνονται, είναι ο μόνος τρόπος γιανα υποστηρίξουμε στα σοβαρά πως έχουν ίσως σε κάποιο βαθμό το μέλλον στα χέρια τους. Η αθωότητα του λαού, αντιθέτως, είναι κατασκεύασματου λαϊκισμού. Η αθωότητα του λαού προετοιμάζει απλώς την παράδοσηστα χέρια του επόμενου επιτήδειου.
Μερικές από τις διαπιστώσεις μας για το πού οφείλεται η αδράνεια των πολιτών είναι μισές αλήθειες, με ισχυρό αντίλογο. Όμως σημασία δεν έχει μόνο ποιος έχει δίκιο. Χρειάζεται κάτι περισσότερο: να διαβάσουμε σωστά την πραγματικότητα, να δούμε πώς κατανέμονται τα επιχειρήματα στον δημόσιο διάλογο, προκειμένου να δούμε γιατί δεν πείθονται όσοι δεν πείθονται. Να σκεφτούμε δηλαδή πώς γίνεται να δρα κανείς τόσο εξωφρενικά ενάντια στο συμφέρον του,τι κάνει τον ψηφοφόρο να δένεται στο άρμα των εκμεταλλευτών του, ακόμα και αν, όπως φάνηκε στην περίπτωση του σκανδάλου της λίστας Λαγκάρντ, το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν διανοούνται να πάρουν ούτε δεκάρα από τους πλούσιους φίλους ή συγγενείς τους.
Περιγράφει ο Καββαδίας πως «κάποτε που δεν είχε αγέρα καθίσαμε είκοσι ολόκληρες μέρες στο ίδιο μέρος. Είκοσι ολόκληρες μέρες στη μέση της θάλασσας. Τρώγαμε λίγο και πίναμε ακόμη λιγότερο, από φόβο μήπωςσωθούνε τα τρόφιμα και το νερό». Τα τρόφιμα και το νερό σώνονται,και η πολιτική άπνοια των ημερών δεν αντιμετωπίζεται με υπομονή. Τοπρώτο μας μέλημα είναι να σκεφτούμε τη σιωπή των θυμάτων, να την πολεμήσουμε.
Υ.Γ. Δεν μας διαφεύγει το ενδεχόμενο στο μεταξύ να αλλάξουν τα δεδομένα και να τιναχτεί το εγχείρημά μας στον αέρα. Σε αυτή την περίπτωση, ένα έχουμε να πούμε: χαλάλι.
Φύλλα που κουνήθηκαν
Οι απεργίες και οι αγανακτισμένοι έδειξαν γρήγορα τα όριά τους. Οι συνεχιζόμενες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης βασίζονται στο πείσμα ορισμένων μόνο, των οποίων οι δυνάμεις είναι αξιέπαινες μα περιορισμένες. Παρά τις λαϊκές αντιδράσεις, κάθε φορά που μια κυβέρνηση κλονιζόταν, υπήρχε μια εφεδρεία έτοιμη για επιστράτευση. Δεν σκοπεύουμε να απαξιώσουμε τις προσπάθειες μέρους της ελληνικής κοινωνίας να αναζητήσει δικαιότερες λύσεις. Από την άλλη, δεν είναι φρόνιμο να εθελοτυφλούμε όταν αποτυγχάνουν. Πρόθεσή μας είναι να συνεισφέρουμε στον συλλογικό προβληματισμό, συμμετέχοντας εντέλει σε μια σκληρή, δύσκολη, αλλά χρήσιμη, κατά την άποψή μας, συζήτηση.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Όποιος έχει ταρακουνήσει έναν καταθλιπτικό φίλο από τους ώμους, ξέρει πόσο μάταιο είναι μερικές φορές να επιτίθεσαι στον παραιτημένο γιατί είναι παραιτημένος. Όμως αυτή η σκέψη είναι η πιο επείγουσα σκέψη της περιόδου. Αν κανείς απαριθμούσε, τον Γενάρη του 2010, τα μέτρα που πήραν οι διαδοχικές κυβερνήσεις μετά την υπαγωγή μας στον λεγόμενο «μηχανισμό στήριξης», θα ήταν αδύνατο να προβλέψει πως μια τέτοια επίθεση στα λαϊκά εισοδήματα θα προσπερνούσε τελικά, έστω με φθορές, τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ο καθένας μας σκέφτεται και προτείνει κάποιες απαντήσεις για το πώς έγινε αυτό. Αποφασίσαμε στο TPP να επιχειρήσουμε μια συστηματοποίηση αυτής της συζήτησης. Αν το ερώτημα είναι πώς τολμούν οι κυβερνώντες, η απάντηση είναι απλή: κανείς δεν τους σταμάτησε. Αν όμως θέσουμε το ερώτημα πώς εξηγείται η ανοχή των θυμάτων, το ζήτημα γίνεται απείρως πολυπλοκότερο αλλά και πιο ενδιαφέρον.
Ξέρουμε καλά ότι κανείς δεν πιστεύει ότι «τα μέτρα αυτά θα είναι τα τελευταία» (το πιο πικρό ανέκδοτο της περιόδου), ούτε ότι «υπάρχει φωςστο βάθος του τούνελ», ούτε ότι «το βαρέλι έχει πάτο», ούτε ότι «οι θυσίες πιάνουν τόπο», τίποτα. Όλα τα πυροτεχνήματα της φλυαρίας με την οποία έχει ντυθεί η συντριβή των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων έχουν φθαρεί ανεπανόρθωτα, και παρʼ όλʼ αυτά οι αντιδράσεις είναι περιορισμένες. Το χαμηλότερο σημείο της πολιτικής απογοήτευσης ήταν βεβαίως η επικύρωση της έντρομης συναίνεσης στην κυβερνητική πολιτική με τις εκλογές του
καλοκαιριού.
(Βεβαίως υπάρχει και ένα κομμάτι της κοινωνίας πολύ κινητικό: οι νεοναζί, που είναι το δεύτερο μεγάλο αγκάθι της μνημονιακής περιόδου. Η συνύπαρξη παθητικότητας και ρατσιστικής βίας δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, στην πραγματικότητα δεν συνιστά καν αντίφαση. Όπως μας πληροφορεί ένας εγγράμματος ειδήμων των ξυλοδαρμών, η πηγή της βίας είναι η αδυναμία, όχι η δύναμη. Ο κακομοίρης που έχει φάει την προσβολή με το καντάρι τρέφειμέσα του το φαρμάκι, καλλιεργεί πύρινη μνησικακία, λυσσάει. Γιʼ αυτό ακριβώς η κατάσταση της προσβολής και της συνεχιζόμενης ταπείνωσης των μαζών γεννάει τέρατα. Τα γεννάει, τα ψηφίζει, τα βάζει στη βουλή, και όποιον πάρει ο χάρος.)
Η καταθλιπτική συνθήκη μιας υποχώρησης χωρίς τέλος μπορεί συχνάνα περιγράφεται από τους αισιόδοξους σαν ησυχία πριν την καταιγίδα, αλλά χρόνο τον χρόνο βλέπουμε μόνο την ησυχία, και καθόλου καταιγίδα. Οι πολίτες όχι μόνο ανέχτηκαν, αλλά επικύρωσαν και με την ψήφο τους μια πολιτική που τους εξαθλιώνει. Αυτό ακριβώς καλούμαστε να κατανοήσουμε. Και η κατανόηση αυτή είναι πικρή, γιατί μας φέρνει αντιμέτωπους με τα όρια και τις αδυναμίες της δικής μας πλευράς.
Δεν ξεμπερδεύουμε λέγοντας ότι υπάρχει καταστολή και προπαγάνδα.Είναι αδύνατο να θέσει κανείς αυτό το ζήτημα χωρίς να παραδεχτεί πωςγια να είναι οι πολίτες ελεύθεροι θα πρέπει να είναι και υπόλογοι. Τονα παραδεχτούμε δηλαδή πως ευθύνονται, είναι ο μόνος τρόπος γιανα υποστηρίξουμε στα σοβαρά πως έχουν ίσως σε κάποιο βαθμό το μέλλον στα χέρια τους. Η αθωότητα του λαού, αντιθέτως, είναι κατασκεύασματου λαϊκισμού. Η αθωότητα του λαού προετοιμάζει απλώς την παράδοσηστα χέρια του επόμενου επιτήδειου.
Μερικές από τις διαπιστώσεις μας για το πού οφείλεται η αδράνεια των πολιτών είναι μισές αλήθειες, με ισχυρό αντίλογο. Όμως σημασία δεν έχει μόνο ποιος έχει δίκιο. Χρειάζεται κάτι περισσότερο: να διαβάσουμε σωστά την πραγματικότητα, να δούμε πώς κατανέμονται τα επιχειρήματα στον δημόσιο διάλογο, προκειμένου να δούμε γιατί δεν πείθονται όσοι δεν πείθονται. Να σκεφτούμε δηλαδή πώς γίνεται να δρα κανείς τόσο εξωφρενικά ενάντια στο συμφέρον του,τι κάνει τον ψηφοφόρο να δένεται στο άρμα των εκμεταλλευτών του, ακόμα και αν, όπως φάνηκε στην περίπτωση του σκανδάλου της λίστας Λαγκάρντ, το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν διανοούνται να πάρουν ούτε δεκάρα από τους πλούσιους φίλους ή συγγενείς τους.
Περιγράφει ο Καββαδίας πως «κάποτε που δεν είχε αγέρα καθίσαμε είκοσι ολόκληρες μέρες στο ίδιο μέρος. Είκοσι ολόκληρες μέρες στη μέση της θάλασσας. Τρώγαμε λίγο και πίναμε ακόμη λιγότερο, από φόβο μήπωςσωθούνε τα τρόφιμα και το νερό». Τα τρόφιμα και το νερό σώνονται,και η πολιτική άπνοια των ημερών δεν αντιμετωπίζεται με υπομονή. Τοπρώτο μας μέλημα είναι να σκεφτούμε τη σιωπή των θυμάτων, να την πολεμήσουμε.
Υ.Γ. Δεν μας διαφεύγει το ενδεχόμενο στο μεταξύ να αλλάξουν τα δεδομένα και να τιναχτεί το εγχείρημά μας στον αέρα. Σε αυτή την περίπτωση, ένα έχουμε να πούμε: χαλάλι.
«Πάντοτε με απασχολούν οι διαμαρτυρίες, αλλά αν αποφασίζεις με βάση
τις διαμαρτυρίες, δεν θα επιτύχεις ποτέ μια βιώσιμη πολιτική. Για
παράδειγμα, η καγκελάριος Μέρκελ επισκέφθηκε την Αθήνα την Τρίτη. Έμαθα
πως υπήρχαν 50.000 διαδηλωτές. Αυτή είναι η πλειοψηφία του ελληνικού
λαού; Στη δημοκρατία αποφασίζει η πλειοψηφία και η μειοψηφία μπορεί να
διαμαρτύρεται. Αλλά οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει νʼ αποφασίζουν και να
εμμένουν στις αποφάσεις τους. Στη δημοκρατία σημασία έχει η πλειοψηφία»
.Φύλλα που κουνήθηκαν
Από τον Φεβρουάριο του 2010 μέχρι σήμερα η ΓΣΕΕ προκήρυξε 17
εικοσιτετράωρες και 4 σαρανταοκτάωρες γενικές απεργίες. Σε αυτές θα
πρέπει να προσθέσουμε πολλές κλαδικές απεργίες (πιο συχνά στον δημόσιο
τομέα, τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και τους οργανισμούς
τοπικής αυτοδιοίκησης), πάμπολλες στάσεις εργασίας, συγκεντρώσεις και
πορείες που έθεταν κεντρικά ζητήματα εναντίον της πολιτικής των
μνημονίων.
Στον ιδιωτικό τομέα είδαμε μεγάλης διάρκειας απεργίες σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Είδαμε, επίσης, το κίνημα των Αγανακτισμένων, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2011.Είδαμε, τέλος, την ανάπτυξη πολλών πρωτοβουλιών κοινωνικής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης: λαϊκές συνελεύσεις, κοινωνικά ιατρεία, συλλογικές κουζίνες, το κίνημα κατά των μεσαζόντων κ.ά. Αυτό που συνδέει όλες τις προσπάθειες οργανωμένης έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας είναι ότι σχεδόν τίποτα απʼ αυτά δεν είχε μέχρι σήμερα χειροπιαστά αποτελέσματα: τίποτα δεν ανέτρεψε την πορεία των πραγμάτων και συχνά ούτε καν την ανέκοψε.
Στον ιδιωτικό τομέα είδαμε μεγάλης διάρκειας απεργίες σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Είδαμε, επίσης, το κίνημα των Αγανακτισμένων, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2011.Είδαμε, τέλος, την ανάπτυξη πολλών πρωτοβουλιών κοινωνικής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης: λαϊκές συνελεύσεις, κοινωνικά ιατρεία, συλλογικές κουζίνες, το κίνημα κατά των μεσαζόντων κ.ά. Αυτό που συνδέει όλες τις προσπάθειες οργανωμένης έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας είναι ότι σχεδόν τίποτα απʼ αυτά δεν είχε μέχρι σήμερα χειροπιαστά αποτελέσματα: τίποτα δεν ανέτρεψε την πορεία των πραγμάτων και συχνά ούτε καν την ανέκοψε.
Οι απεργίες και οι αγανακτισμένοι έδειξαν γρήγορα τα όριά τους. Οι συνεχιζόμενες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης βασίζονται στο πείσμα ορισμένων μόνο, των οποίων οι δυνάμεις είναι αξιέπαινες μα περιορισμένες. Παρά τις λαϊκές αντιδράσεις, κάθε φορά που μια κυβέρνηση κλονιζόταν, υπήρχε μια εφεδρεία έτοιμη για επιστράτευση. Δεν σκοπεύουμε να απαξιώσουμε τις προσπάθειες μέρους της ελληνικής κοινωνίας να αναζητήσει δικαιότερες λύσεις. Από την άλλη, δεν είναι φρόνιμο να εθελοτυφλούμε όταν αποτυγχάνουν. Πρόθεσή μας είναι να συνεισφέρουμε στον συλλογικό προβληματισμό, συμμετέχοντας εντέλει σε μια σκληρή, δύσκολη, αλλά χρήσιμη, κατά την άποψή μας, συζήτηση.
Συμπέρασμα
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Ξεκινώντας τη στήλη «Γιατί δεν κουνιέται φύλλο» γράφαμε στην κατακλείδα του πρώτου κειμένου πως «Δεν μας διαφεύγει το ενδεχόμενο στο μεταξύ να αλλάξουν τα δεδομένα και να τιναχτεί το εγχείρημά μας στον αέρα. Σε αυτή την περίπτωση, ένα έχουμε να πούμε: χαλάλι». Ευτυχώς όλα πήγαν καλά για τη στήλη μας, όντως δεν κουνήθηκε φύλλο. Ο υπερήφανος ελληνικός λαός κράτησε ψηλά τη σημαία της απάθειας και εξακολουθεί να την κρατά με καμάρι και συνέπεια. Δέχεται διεθνή συγχαρητήρια για την παθητικότητά του απέναντι στον εξευτελισμό και την εξαθλίωση, σκύβει το κεφάλι και φιλάει το χέρι που τον καρπαζώνει. Γιατί του Έλληνα ο τράχηλος τον ζυγό τον υποφέρει και δεν λέει και κουβέντα.
Ξεκινώντας τη στήλη «Γιατί δεν κουνιέται φύλλο» γράφαμε στην κατακλείδα του πρώτου κειμένου πως «Δεν μας διαφεύγει το ενδεχόμενο στο μεταξύ να αλλάξουν τα δεδομένα και να τιναχτεί το εγχείρημά μας στον αέρα. Σε αυτή την περίπτωση, ένα έχουμε να πούμε: χαλάλι». Ευτυχώς όλα πήγαν καλά για τη στήλη μας, όντως δεν κουνήθηκε φύλλο. Ο υπερήφανος ελληνικός λαός κράτησε ψηλά τη σημαία της απάθειας και εξακολουθεί να την κρατά με καμάρι και συνέπεια. Δέχεται διεθνή συγχαρητήρια για την παθητικότητά του απέναντι στον εξευτελισμό και την εξαθλίωση, σκύβει το κεφάλι και φιλάει το χέρι που τον καρπαζώνει. Γιατί του Έλληνα ο τράχηλος τον ζυγό τον υποφέρει και δεν λέει και κουβέντα.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η απάθεια είναι ίσως η πιο ευχάριστη πλευρά
της περιόδου. Οι χειρότεροι είναι αυτοί που δεν παραμένουν απαθείς,
έχουν ενθουσιαστεί, έχουν σηκωθεί από τους καναπέδες τους, συμμετέχουν
σε δράσεις με μπόλικο ακτιβισμό και αλληλεγγύη, αποκλειστικά για
συνέλληνες. Όταν ξεκίνησε η άνοδος της Χρυσής Αυγής, αναρωτιόμασταν αν
θα πρέπει να θεωρήσουμε πως όλοι αυτοί που την ψήφισαν είναι ρατσιστές ή
απλώς δυσαρεστημένοι συμπολίτες μας που παρασύρθηκαν. Να και ένα καλό,
τώρα δεν έχουμε καμία απορία. Είναι κοινοί φασίστες, ακούν τους
μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής να παραδέχονται στην τηλεόραση ότι
θέλουν να αφανίσουν τους ανθρώπους με αναπηρίες, και τους στηρίζουν. Ας
μη μασάμε τα λόγια μας πια, είναι γελοίο. Η διαβόητη βολιδοσκόπηση της
κοινής γνώμης που διαπίστωσε πως ένας στους τρεις ερωτηθέντες αναπολεί
την περίοδο της επταετίας επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Οι απαθείς
είναι ο ανθός μας. Ξεκινάμε από κει και κάτω. Όλο και περισσότεροι
αναπολούν την εποχή που άνθρωποι σκοτώνονταν και βασανίζονταν για τα
πιστεύω τους. Καλορίζικο.
Ας μην κλείσουμε όμως έτσι. Δεν είναι μόνο αυτοί οι Έλληνες. Υπάρχει
και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η αναγεννημένη αριστερή ελπίδα, η οσονούπω κυβερνώσα
Αριστερά. Όχι η συμβιβασμένη, σαν του Κουβέλη, η δυναμική, των κινημάτων
και των λαών. Που μετράει τις δημοσκοπήσεις και το ευρωβαρόμουτρο πριν
να ψελλίσει μια άποψη για το ευρώ, που εδώ και τόσο καιρό έχει
παγιδευτεί στη γελοιότητα των απόψεων του τύπου «θα είμαστε στο ευρώ, θα
μας δίνουν λεφτά, δεν θα τηρήσουμε τις δεσμεύσεις του μνημονίου» και
γενικώς ζαμανφού κι απάνω τούρλα. Που αδυνατεί να σηκώσει κεφάλι, δεν
μπορεί να περάσει μπροστά ούτε την ώρα που οι άλλοι υπόκεινται σε
κυβερνητική φθορά παίρνοντας τόσο σκληρά μέτρα. Τόσος φόβος πια, την ώρα
της ακμής της, την ώρα που για πρώτη φορά φαίνεται ότι ο κόσμος μπορεί
να την εμπιστευτεί για να δώσει μια αριστερή διέξοδο στην κρίση; Τόσος
και περισσότερος. Και με τον λαό και με τις τράπεζες, και με τον λαό και
με την Ευρωπαϊκή Ένωση, γενικώς να μην μείνει κανείς δυσαρεστημένος.
Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν δίκιο, όλοι οι συνδικαλιστές έχουν
δίκιο, και οι μετανάστες έχουν δίκιο, και οι τράπεζες και οι
νοικοκυραίοι έχουν δίκιο, όλοι έχουν δίκιο, και εμείς δεν έχουμε
Αριστερά. Γιατί η Αριστερά δεν μπορεί να είναι με όλους. Συμμαχία με
όλους θα πει ότι φοβάσαι, και ο κόσμος καταλαβαίνει πολύ καλά τον φόβο.
Καταλαβαίνει ότι μετράς τα κουκιά πριν να πεις τη γνώμη σου, και σου
γυρνάει την πλάτη.
Και ο λαϊκός παράγων; Α, ναι, ο λαϊκός παράγων. Θα εννοούμε φαντάζομαι
τον κόσμο αυτόν που ξεχύνεται στους δρόμους. Μόνο που δεν ξεχύνεται
στους δρόμους, είναι κάπου αλλού. Με κάτι άλλο ασχολείται. Περιμένει τις
γερμανικές εκλογές, γιατί έχει γίνει άσος της γεωστρατηγικής και δεν
κάνει άσκοπες κινήσεις, ή ετοιμάζεται για ένοπλη πάλη, πάντως στους
δρόμους δεν είναι. Αγανάκτησε όσο αγανάκτησε, αλλά προφανώς τώρα του
πέρασε.
Ας ανακεφαλαιώσουμε, λοιπόν, και ας κλείσουμε με μια ευχάριστη νότα. Οι
περισσότεροι δεν ζητούν τίποτε. Υπομένουν σιωπηλά τη διάλυση της ζωής
τους. Κάποιοι ζητούν κάτι, αλλά εύχομαι ολοψύχως να μην το καταφέρουν,
γιατί αν το καταφέρουν, κείμενα σαν αυτό θα μπορώ μόνο να τα σκαλίζω σε
πέτρες στη Μακρόνησο. Κάποιοι άλλοι χαίρονται γιατί μέσα σε όλα αυτά
ανεβαίνουν τα ποσοστά του κόμματος τους, και μπορεί έτσι να τρουπώσουν
κάπου σώζοντας παρεμπιπτόντως και τον ελληνικό λαό, ετοιμάζοντας
τουτέστιν τη νέα περίοδο εκπασοκισμού της πολιτικής μας ζωής. Και το
κακό είναι ότι αυτή τη φορά δεν υπάρχουν τα χρήματα για να τραφούν
τέτοιες ψευδαισθήσεις.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει διέξοδος. «Στη δημοκρατία δεν
υπάρχουν αδιέξοδα», όπως λέει μια από πιο ηλίθιες κοινοτοπίες της
εποχής. Αυτό που εννοεί είναι ότι ο χρόνος περνάει, δεν σταματάει, οπότε
οτιδήποτε και αν συμβεί, θα ακολουθήσει κάτι άλλο. Ναι, με αυτήν την
έννοια, σίγουρα δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Αρκεί να μην έχει ταμπού κανείς
ως προς το τι περιμένει. Για να μην κατηγορηθούμε για έλλειψη τόλμης ως
προς το προβλεπτικό μέρος των αναλύσεων, να μια πρόβλεψη: στην καλύτερη
περίπτωση δεν θα γίνει τίποτα. Αν γίνει κάτι, θα το κάνει ο κόσμος της
αγριεμένης ακροδεξιάς, που θα μας κυνηγάει με τα μαχαίρια. Αν το κάνει η
Αριστερά, θα κρατήσει λίγο και θα οδηγήσει στην απογοήτευση. Ο
αντίλογος στα παραπάνω είναι είτε συναισθηματικός είτε ωφελιμιστικός.
Επισημαίνει πως δεν πρέπει να αναπαράγουμε την απογοήτευση, για λόγους
στρατηγικής, ή απλώς εύχεται να μην ισχύουν όλα αυτά. Όμως τα τεκμήρια
γιʼ αυτή τη διάψευση τα περιμένουμε με αγωνία και δεν τα έχουμε δει
ακόμα.