ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ - ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟ
Έζησα εκτός συνόρων για 25 χρόνια. Σε άλλο ευρωπαϊκό κράτος. Θες να τους κατηγορήσεις για ξενέρωτους, εργασιομανείς, θέλεις να νιώθεις ηδονή λέγοντας πως εμείς τους μάθαμε να τρώνε, να μιλάνε, να σκέφτονται? Παραμυθιάσου όσο θες αλλά υπάρχουν μικρές καθημερινές εικόνες που τσούζουν...
Θυμάμαι έμπαινα σε χασάπικα που έμοιαζαν φαρμακεία και ψώνιζα 100 γρ. κρέας όσο χρειαζόμουν χωρίς να με χλευάσει, χωρίς να με βρίσει ο μπυροκοιλιάς χασάπης που θεωρούσε πελάτη άξιο να του ρίξει ένα βλέμμα μόνο όποιον αγόραζε μερικά κιλά κρέας από εκείνο το εκτεθειμένο πάνω στα ράφια το γεμάτο μύγες... Για να φάει να σκάσει και να πετάξει το μισό στα σκουπίδια.
Θυμάμαι επίσης τα φαρμακεία που χρειαζόταν ιατρική συνταγή φυσικά για να πάρεις ένα φάρμακο, ακόμα κι ένα απλό παυσίπονο, σε αντίθεση με το πιάσε μισό κιλό αντιβιοτικά που επικρατεί στην όμορφη πατρίδα μας.
Θυμάμαι αγόραζα τρία μήλα στη λαϊκή όσα χρειαζόμουν και μου έκοβαν κι απόδειξη. Όχι τώρα είκοσι χρόνια πριν.
Φυσικά κι εκεί έξω αλωνίζει η απάτη στα υψηλά στρώματα, αλωνίζει το έγκλημα και η ασυδοσία, εννοείται πως οι πληγές του συστήματος είναι ίδιες κι εκεί αλλά υπήρχε κάτι στη καθημερινότητα που σου έδινε την εντύπωση μιας σοβαρότητας. Ίσως κάποτε οι παππούδες μας περηφανεύονταν για το ελληνικό φιλότιμο σε αντίθεση με την ξενική ψυχρότητα. Αλλά αυτό ήταν παλιά, πολύ παλιά. Στη συνέχεια το φιλότιμο χάθηκε και τη θέση του πήρε η χοντροκομμένη ασέβεια, η ψευτομαγκιά κι ο ψευτοτσαμπουκάς, ενώ μέσα στη ψυχρότητά τους οι ξένοι οι «ξενέρωτοι» διαφύλαξαν μέσα στο μυαλό τους τι σημαίνει τουλάχιστον σεβασμός. Τι σημαίνει υπάρχουν ορισμένοι κανόνες για να μην ξευτιλίζομαι και να μην ξεφτιλίζω και τους άλλους. Οι ξενέρωτοι γνωρίζουν ότι ακόμα και τα μπουρδέλα πρέπει να έχουν κάποιους κανόνες.
Είναι τυχαίο που όλοι αυτή τη στιγμή εκτός συνόρων λένε πως αν αυτό που κάνουν στους Έλληνες είχε γίνει σε κάποιους άλλους λαούς θα είχε γίνει χαμός? Μήπως μόνο εμείς συνεχίζουμε να παραμυθιαζόμαστε για μια ανωτερότητα που ακόμα δεν έχουμε αποδείξει. Γιατί με το νου χορταίνει η κόρη με τον ύπνο η ακαμάτα...
Το πιάσε ρε μεγάλε τούτα , τσίμπα κι αυτά και ρίχτα όπου γουστάρεις είναι ντόπια συνήθεια των ανθρώπων που θεωρούν πως τα έχουν όλα μπόλικα κι όταν λένε τη λέξη μπόλικα γελάνε ηλιθιωδώς για το πικάντικο υπονοούμενο. Όπως κάνουν όλοι οι αδύναμοι πνευματικά πληθυσμοί.
Πονηρούλικα , πικάντικα υπονοούμενα αντί θαρραλέας ελευθεροστομίας. Η υποκριτική σεμνοτυφία.
Χερίκωμα κάτω από το τραπέζι αντί για αγκάλιασμα μπροστά σ΄ολο το κόσμο.
Υποκριτικά ανθρωπάκια στο ζύγι της ζωής ....
Μην τσαντίζεσαι. Σε αφορά όλο αυτό. Ήσουν ποτέ έτσι? Όχι? Τότε δεν έχεις πρόβλημα με όσο βρισίδι και να ρίξω. Ήσουν κάπως έτσι? Τότε έληξε ο χρόνος σου. Πρέπει κάποια στιγμή να πονέσουμε άγρια για να έχουμε ελπίδα να ξυπνήσουμε. Και πάλι δύσκολο το βρίσκω. Πρέπει να ταπεινωθούμε άγρια για να συνειδητοποιήσουμε ποιο είναι το αληθινό μας χάλι...
Δυστυχώς. Πρέπει.
Διπλά στην Ελλάδα των πελατών, των φτηνιάρικων ασμάτων, της φτηνιάρικης τέχνης, της φτηνιάρικης ενημέρωσης, της φτηνιάρικης παιδείας, της φτηνιάρικης αντίληψης για το κόσμο και τη ζωή γενικότερα, δίπλα στην Ελλάδα των στριμωγμένων στα βουλευτικά γραφεία, των αργόσχολων και άχρηστων συνδικαλιστών, των προδοτών, των δοσίλογων, των μαυραγοριτών, των ακατοίκητων εγκεφάλων γενικότερα από οτιδήποτε αξιόλογο και ουσιώδες,
Υπήρχε πάντα μια Ελλάδα που προσπαθούσε με όποιες δυνάμεις διέθετε να αποδείξει πως υπάρχει έδαφος για καλλιέργεια, πως υπάρχει ελπίδα για μια ανατροπή όλου αυτού του σάπιου κατεστημένου. Το προσπάθησαν πνευματικοί άνθρωποι, επιστήμονες, καλλιτέχνες που φώναξαν, μίλησαν, προσπάθησαν να ξυπνήσουν τα κοιμισμένα πνεύματα , πολλοί από αυτούς καταξιωμένοι περισσότερο εκτός συνόρων και αγνοημένοι από τη μεγαλύτερη μάζα των συμπατριωτών τους... Υπήρξαν απλοί άνθρωποι, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων αλλά σπουδαίοι, που μεγάλωσαν τα παιδιά τους με άλλα πρότυπα, που δίψασαν να αποκτήσουν περισσότερη γνώση μέσα στην γενική αποχαύνωση ή τουλάχιστον να κατορθώσουν να αποκτήσουν τα παιδιά τους αυτή τη γνώση.
Αυτή η δεύτερη Ελλάδα όμως ήταν και είναι ολιγάριθμη. Διασκορπισμένη. Μακριά από κομματικά μαγαζάκια και συνδικαλιστικά καφενεία. Μακριά από προθαλάμους Υπουργείων. Άλλοι κατόρθωσαν να προσφέρουν μεγάλο έργο είτε πνευματικό είτε επιστημονικό ακόμα κι αν έμεινε στα συρτάρια της στείρας πολιτείας. Άλλοι πρόσφεραν έργο με το καθημερινό τους παράδειγμα, στη γειτονιά τους, στη δουλειά τους, στην οικογένειά τους στο μικρό τους περιβάλλον, όπου ξεχώρισαν για την αξιοπρέπεια, την αρετή τους τα χαρίσματά τους έστω κι αν ήταν απένταροι ή χτυπημένοι από τα βάσανα της ζωής. Οι άγνωστοι καθημερινοί ήρωες, οι άγνωστοι αλλά ωραίοι Έλληνες.
Δυστυχώς όμως οι δομές του κράτους, η νοοτροπία της εξουσίας, οι απαιτήσεις των πολιτών-πελατών κατόρθωσαν να φτιάξουν αυτό το κράτος τέρας, αυτή την αθλιότητα που είμαστε όλοι αναγκασμένοι να υποστούμε τις συνέπειες της. Αθώοι και ένοχοι βρίσκονται σε ένα τόπο που δεν προνόησε για τίποτα άλλο εκτός από το προσωρινό του βόλεμα. Παλάτια στην άμμο. Ενας άρρωστος οργανισμός που για πολλά χρόνια κάλυπτε την αρρώστια του με φτιασίδια ψεύτικα χωρίς να κάνει τίποτα για να γιατρευτεί από μέσα, να χτίσει τις προοπτικές για να ανταπεξέλθει τις δύσκολες ώρες, να φτιάξει τις ελάχιστες έστω δομές ώστε να πατήσει όταν θα κλονίζεται από τη παγκόσμια κρίση.
Φαγώθηκαν όλα. Κι όχι μόνο όσα υπήρχαν χτες ή σήμερα αλλά έχουμε πάρει και τις προκαταβολές από το μέλλον. Εχουμε φάει ακόμα κι αυτά που ακόμα δεν υπήρξαν. Λες και το κράτος είναι ένα παιχνίδι μιας χρήσης. Το παίζω όσο θέλω και μετά το πετάω. Λες κι οι κόποι, οι θυσίες, οι αγώνες όλων των προηγούμενων ήταν μια τούρτα για να τη καταβροχθίσουμε μονομιάς αδιαφορώντας παντελώς τι θα φάμε αύριο...
Δεν αγαπιούνται μεταξύ τους. Δεν έχουν καν εμπιστοσύνη ο ένας στο άλλον ακόμα και οι στενότεροι συνεργάτες. Εν δυνάμει απατεώνες και μπαμπέσηδες θεωρούν ο ένας τον άλλον. Οπως εν δυνάμει εχθρό μας μάθαμε να έχουμε τον διπλανό μας. Ύποπτο να μας την φέρει. Πονηρό κι αναξιόπιστο.
Κι όταν έχεις αποβάλλει όλα τα καλά στοιχεία από τη πολιτική ζωή του τόπου, όταν έχεις αφήσει τα συνδικαλιστικά όργανα να είναι κάποια ξεχαρβαλωμένα φερέφωνα του εργασιακού τοπίου, όταν έχεις κλείσει τα εργοστάσια παραγωγής, όταν έχεις αφήσει τη γη να ερημώσει, όταν έχεις ξεφτιλίσει τη παιδεία και τις τέχνες, όταν έχεις στερέψει από επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις, όταν έχεις μείνει χρεωμένος, μπατίρης ,αναξιόπιστος και ατάλαντος, ποια λύση μπορείς να βρεις για να βγεις από το αδιέξοδο?
Σ’αυτό ακριβώς το σημείο μένουμε αυτή τη στιγμή μετέωροι. Ποιος πολιτικός φορέας έχει τις γνώσεις, τη θέληση, την ικανότητα, και τον τρόπο να αλλάξει όλη αυτή τη σαπίλα, όχι στα λόγια, στη πράξη? Κι όποιος έχει απάντηση έτοιμη σ΄αυτή την ερώτηση σε όποια παράταξη και να ανήκει ας αναρωτηθεί. Έχει όντως την απάντηση ή εξακολουθεί να επιμένει σε κάποιο από τα παλιά παραμυθάκια που έχουν όλα εκτεθεί ανεπανόρθωτα είτε μας αρέσει είτε όχι?
Έζησα εκτός συνόρων για 25 χρόνια. Σε άλλο ευρωπαϊκό κράτος. Θες να τους κατηγορήσεις για ξενέρωτους, εργασιομανείς, θέλεις να νιώθεις ηδονή λέγοντας πως εμείς τους μάθαμε να τρώνε, να μιλάνε, να σκέφτονται? Παραμυθιάσου όσο θες αλλά υπάρχουν μικρές καθημερινές εικόνες που τσούζουν...
Θυμάμαι έμπαινα σε χασάπικα που έμοιαζαν φαρμακεία και ψώνιζα 100 γρ. κρέας όσο χρειαζόμουν χωρίς να με χλευάσει, χωρίς να με βρίσει ο μπυροκοιλιάς χασάπης που θεωρούσε πελάτη άξιο να του ρίξει ένα βλέμμα μόνο όποιον αγόραζε μερικά κιλά κρέας από εκείνο το εκτεθειμένο πάνω στα ράφια το γεμάτο μύγες... Για να φάει να σκάσει και να πετάξει το μισό στα σκουπίδια.
Θυμάμαι επίσης τα φαρμακεία που χρειαζόταν ιατρική συνταγή φυσικά για να πάρεις ένα φάρμακο, ακόμα κι ένα απλό παυσίπονο, σε αντίθεση με το πιάσε μισό κιλό αντιβιοτικά που επικρατεί στην όμορφη πατρίδα μας.
Θυμάμαι αγόραζα τρία μήλα στη λαϊκή όσα χρειαζόμουν και μου έκοβαν κι απόδειξη. Όχι τώρα είκοσι χρόνια πριν.
Φυσικά κι εκεί έξω αλωνίζει η απάτη στα υψηλά στρώματα, αλωνίζει το έγκλημα και η ασυδοσία, εννοείται πως οι πληγές του συστήματος είναι ίδιες κι εκεί αλλά υπήρχε κάτι στη καθημερινότητα που σου έδινε την εντύπωση μιας σοβαρότητας. Ίσως κάποτε οι παππούδες μας περηφανεύονταν για το ελληνικό φιλότιμο σε αντίθεση με την ξενική ψυχρότητα. Αλλά αυτό ήταν παλιά, πολύ παλιά. Στη συνέχεια το φιλότιμο χάθηκε και τη θέση του πήρε η χοντροκομμένη ασέβεια, η ψευτομαγκιά κι ο ψευτοτσαμπουκάς, ενώ μέσα στη ψυχρότητά τους οι ξένοι οι «ξενέρωτοι» διαφύλαξαν μέσα στο μυαλό τους τι σημαίνει τουλάχιστον σεβασμός. Τι σημαίνει υπάρχουν ορισμένοι κανόνες για να μην ξευτιλίζομαι και να μην ξεφτιλίζω και τους άλλους. Οι ξενέρωτοι γνωρίζουν ότι ακόμα και τα μπουρδέλα πρέπει να έχουν κάποιους κανόνες.
Είναι τυχαίο που όλοι αυτή τη στιγμή εκτός συνόρων λένε πως αν αυτό που κάνουν στους Έλληνες είχε γίνει σε κάποιους άλλους λαούς θα είχε γίνει χαμός? Μήπως μόνο εμείς συνεχίζουμε να παραμυθιαζόμαστε για μια ανωτερότητα που ακόμα δεν έχουμε αποδείξει. Γιατί με το νου χορταίνει η κόρη με τον ύπνο η ακαμάτα...
Το πιάσε ρε μεγάλε τούτα , τσίμπα κι αυτά και ρίχτα όπου γουστάρεις είναι ντόπια συνήθεια των ανθρώπων που θεωρούν πως τα έχουν όλα μπόλικα κι όταν λένε τη λέξη μπόλικα γελάνε ηλιθιωδώς για το πικάντικο υπονοούμενο. Όπως κάνουν όλοι οι αδύναμοι πνευματικά πληθυσμοί.
Πονηρούλικα , πικάντικα υπονοούμενα αντί θαρραλέας ελευθεροστομίας. Η υποκριτική σεμνοτυφία.
Χερίκωμα κάτω από το τραπέζι αντί για αγκάλιασμα μπροστά σ΄ολο το κόσμο.
Υποκριτικά ανθρωπάκια στο ζύγι της ζωής ....
Μην τσαντίζεσαι. Σε αφορά όλο αυτό. Ήσουν ποτέ έτσι? Όχι? Τότε δεν έχεις πρόβλημα με όσο βρισίδι και να ρίξω. Ήσουν κάπως έτσι? Τότε έληξε ο χρόνος σου. Πρέπει κάποια στιγμή να πονέσουμε άγρια για να έχουμε ελπίδα να ξυπνήσουμε. Και πάλι δύσκολο το βρίσκω. Πρέπει να ταπεινωθούμε άγρια για να συνειδητοποιήσουμε ποιο είναι το αληθινό μας χάλι...
Δυστυχώς. Πρέπει.
Διπλά στην Ελλάδα των πελατών, των φτηνιάρικων ασμάτων, της φτηνιάρικης τέχνης, της φτηνιάρικης ενημέρωσης, της φτηνιάρικης παιδείας, της φτηνιάρικης αντίληψης για το κόσμο και τη ζωή γενικότερα, δίπλα στην Ελλάδα των στριμωγμένων στα βουλευτικά γραφεία, των αργόσχολων και άχρηστων συνδικαλιστών, των προδοτών, των δοσίλογων, των μαυραγοριτών, των ακατοίκητων εγκεφάλων γενικότερα από οτιδήποτε αξιόλογο και ουσιώδες,
Υπήρχε πάντα μια Ελλάδα που προσπαθούσε με όποιες δυνάμεις διέθετε να αποδείξει πως υπάρχει έδαφος για καλλιέργεια, πως υπάρχει ελπίδα για μια ανατροπή όλου αυτού του σάπιου κατεστημένου. Το προσπάθησαν πνευματικοί άνθρωποι, επιστήμονες, καλλιτέχνες που φώναξαν, μίλησαν, προσπάθησαν να ξυπνήσουν τα κοιμισμένα πνεύματα , πολλοί από αυτούς καταξιωμένοι περισσότερο εκτός συνόρων και αγνοημένοι από τη μεγαλύτερη μάζα των συμπατριωτών τους... Υπήρξαν απλοί άνθρωποι, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων αλλά σπουδαίοι, που μεγάλωσαν τα παιδιά τους με άλλα πρότυπα, που δίψασαν να αποκτήσουν περισσότερη γνώση μέσα στην γενική αποχαύνωση ή τουλάχιστον να κατορθώσουν να αποκτήσουν τα παιδιά τους αυτή τη γνώση.
Αυτή η δεύτερη Ελλάδα όμως ήταν και είναι ολιγάριθμη. Διασκορπισμένη. Μακριά από κομματικά μαγαζάκια και συνδικαλιστικά καφενεία. Μακριά από προθαλάμους Υπουργείων. Άλλοι κατόρθωσαν να προσφέρουν μεγάλο έργο είτε πνευματικό είτε επιστημονικό ακόμα κι αν έμεινε στα συρτάρια της στείρας πολιτείας. Άλλοι πρόσφεραν έργο με το καθημερινό τους παράδειγμα, στη γειτονιά τους, στη δουλειά τους, στην οικογένειά τους στο μικρό τους περιβάλλον, όπου ξεχώρισαν για την αξιοπρέπεια, την αρετή τους τα χαρίσματά τους έστω κι αν ήταν απένταροι ή χτυπημένοι από τα βάσανα της ζωής. Οι άγνωστοι καθημερινοί ήρωες, οι άγνωστοι αλλά ωραίοι Έλληνες.
Δυστυχώς όμως οι δομές του κράτους, η νοοτροπία της εξουσίας, οι απαιτήσεις των πολιτών-πελατών κατόρθωσαν να φτιάξουν αυτό το κράτος τέρας, αυτή την αθλιότητα που είμαστε όλοι αναγκασμένοι να υποστούμε τις συνέπειες της. Αθώοι και ένοχοι βρίσκονται σε ένα τόπο που δεν προνόησε για τίποτα άλλο εκτός από το προσωρινό του βόλεμα. Παλάτια στην άμμο. Ενας άρρωστος οργανισμός που για πολλά χρόνια κάλυπτε την αρρώστια του με φτιασίδια ψεύτικα χωρίς να κάνει τίποτα για να γιατρευτεί από μέσα, να χτίσει τις προοπτικές για να ανταπεξέλθει τις δύσκολες ώρες, να φτιάξει τις ελάχιστες έστω δομές ώστε να πατήσει όταν θα κλονίζεται από τη παγκόσμια κρίση.
Φαγώθηκαν όλα. Κι όχι μόνο όσα υπήρχαν χτες ή σήμερα αλλά έχουμε πάρει και τις προκαταβολές από το μέλλον. Εχουμε φάει ακόμα κι αυτά που ακόμα δεν υπήρξαν. Λες και το κράτος είναι ένα παιχνίδι μιας χρήσης. Το παίζω όσο θέλω και μετά το πετάω. Λες κι οι κόποι, οι θυσίες, οι αγώνες όλων των προηγούμενων ήταν μια τούρτα για να τη καταβροχθίσουμε μονομιάς αδιαφορώντας παντελώς τι θα φάμε αύριο...
Δεν αγαπιούνται μεταξύ τους. Δεν έχουν καν εμπιστοσύνη ο ένας στο άλλον ακόμα και οι στενότεροι συνεργάτες. Εν δυνάμει απατεώνες και μπαμπέσηδες θεωρούν ο ένας τον άλλον. Οπως εν δυνάμει εχθρό μας μάθαμε να έχουμε τον διπλανό μας. Ύποπτο να μας την φέρει. Πονηρό κι αναξιόπιστο.
Κι όταν έχεις αποβάλλει όλα τα καλά στοιχεία από τη πολιτική ζωή του τόπου, όταν έχεις αφήσει τα συνδικαλιστικά όργανα να είναι κάποια ξεχαρβαλωμένα φερέφωνα του εργασιακού τοπίου, όταν έχεις κλείσει τα εργοστάσια παραγωγής, όταν έχεις αφήσει τη γη να ερημώσει, όταν έχεις ξεφτιλίσει τη παιδεία και τις τέχνες, όταν έχεις στερέψει από επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις, όταν έχεις μείνει χρεωμένος, μπατίρης ,αναξιόπιστος και ατάλαντος, ποια λύση μπορείς να βρεις για να βγεις από το αδιέξοδο?
Σ’αυτό ακριβώς το σημείο μένουμε αυτή τη στιγμή μετέωροι. Ποιος πολιτικός φορέας έχει τις γνώσεις, τη θέληση, την ικανότητα, και τον τρόπο να αλλάξει όλη αυτή τη σαπίλα, όχι στα λόγια, στη πράξη? Κι όποιος έχει απάντηση έτοιμη σ΄αυτή την ερώτηση σε όποια παράταξη και να ανήκει ας αναρωτηθεί. Έχει όντως την απάντηση ή εξακολουθεί να επιμένει σε κάποιο από τα παλιά παραμυθάκια που έχουν όλα εκτεθεί ανεπανόρθωτα είτε μας αρέσει είτε όχι?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου